- βαστώ
- βαστώ και βαστάω -αξα και -ηξα, -άχτηκα και -ήχτηκα, βασταγμένος και βαστηγμένος1. κρατώ στα χέρια μου, φέρνω μαζί μου: Βαστούσε μπαστούνι. – Βαστάω την κοιλιά μου από τα γέλια (φρ.).2. στηρίζω, διοικώ: Βαστάει όλη την επιχείρηση μόνος του.3. συγκρατώ, εμποδίζω: Βάστα το παιδί να μη βγει έξω. – Βαστάω τα νεύρα μου (φρ.).4. αντέχω, υπομένω: Δε βαστώ άλλο αυτή την κατάσταση. – Βαστούν τα κότσια μου (φρ.).5. δείχνω θάρρος, τολμώ: Χτύπα αν σου βαστάει.6. προέρχομαι, κατάγομαι: Βαστάει από αριστοκρατική οικογένεια.7. διατηρούμαι σε καλή φυσική κατάσταση και οικονομικά: Είναι πολύ μεγάλος σε ηλικία, αλλά βαστιέται καλά, δε χρειάζεται κανέναν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.